Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρατηγική η [stratijikí] Ο29 : 1. (στρατ.) κλάδος της πολεμικής τέχνης που ασχολείται με την προετοιμασία, με το σχεδιασμό και με τη διεξαγω γή ενός πολέμου, σε αντιδιαστολή προς την τακτική: H ~ ενός κράτους διαμορφώνεται από την πολιτική και από τη στρατιωτική ηγεσία. 2. (μτφ.) ο καθορισμός των στόχων, σε γενικές γραμμές, και ο σχεδιασμός των κινήσεων που πρέπει να γίνουν για την επιτυχία ενός σκοπού: Εθνική / οικονομική ~, για θέματα εθνικά / οικονομικά. Πρέπει να εφαρμοστεί σωστή ~ για να λυθεί το κυκλοφοριακό. H ~ παραμένει η ίδια, αλλάζει όμως η τακτική.
[λόγ.: 1: αρχ. στρατηγική· 2: σημδ. γαλλ. stratégie < αρχ. στρατηγική]
- στρατηγικός 1 -ή -ό [stratijikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στρατηγική ή που στηρίζεται σε αυτή, σε αντιδιαστολή προς τη λέξη τακτικός. 1. που αφορά το σχεδιασμό μιας στρατιωτικής επιχείρησης: Στρατηγικοί στόχοι. Στρατηγικές κινήσεις. Ο στρατός μας κατέχει στρατηγικές θέσεις, που δίνουν πλεονεκτήματα έναντι του εχθρού. || Στρατηγικά όπλα, πυρη νικά όπλα μεγάλης ισχύος και μεγάλου βεληνεκούς. 2. (μτφ.) που αφορά το γενικό σχεδιασμό και το συντονισμό των ενεργειών που είναι απαραίτητες για την επιτυχία ενός σκοπού: Έχει στρατηγική θέση στην εταιρεία, πολύ σημαντική. Bιομηχανίες στρατηγικής σημασίας.
στρατηγικά ΕΠIΡΡ από στρατηγική άποψη. [λόγ.: 1: στρατηγ(ική) -ικός (πρβ. αρχ. στρατηγικός `που ανήκει σε στρατηγό΄)· 2: σημδ. αγγλ. strategic < αρχ. στρατηγική]
- στρατηγικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το στρατηγό, που τον χαρακτηρίζει ή που ανήκει σε αυτόν: Έχει στρατηγικές ικανότητες. || που διενεργείται από στρατηγό: Στρατηγική επιθεώρηση.
στρατηγικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. στρατηγικός]