Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατηγία
1 εγγραφή
στρατηγία η [stratijía] Ο25 : 1. το αξίωμα και η εξουσία του στρατηγού: Aνέλαβε τη ~. 2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κατέχει κάποιος το αξίωμα του στρατηγού: Έληξε η ~ του. 3. στην αρχαία Aθήνα, το αξίωμα του στρατηγού2.

[λόγ. < αρχ. στρατηγία (στις σημ. 1, 3)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες