Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατεύομαι
1 εγγραφή
στρατεύομαι [stratévome] Ρ5.1β : 1α. καλούμαι να καταταγώ στο στρατό: Στρατεύτηκε σε ηλικία είκοσι ετών. β. υπηρετώ στο στρατό: Δε στρατεύτηκε για λόγους υγείας. Tα στρατευμένα νιάτα. || (ως ουσ.) οι στρατευμέ νοι. γ. έχω υποχρέωση να υπηρετήσω: Όλοι οι Έλληνες πολίτες στρατεύονται. 2. (μτφ.) εργάζομαι με αφοσίωση και με μαχητικότητα για τη διάδοση και την επικράτηση μιας ιδεολογίας ή για την επιτυχία ενός κοινού σκοπού: Nεαρός ακόμη στρατεύτηκε στις τάξεις της αριστεράς. Πρέπει να στρατευτούμε όλοι για να πετύχουμε την πνευματική αναγέννηση της πατρίδας. || (μππ.): Στρατευμένος ποιητής / καλλιτέχνης / στρατευμένη τέχνη / λογοτεχνία, που υπηρετεί εθνικούς, ιδεολογικούς ή άλλους σκοπούς. || (μπε.): Στρατευομένη εκκλησία*.

[λόγ.: 1: αρχ. στρατεύομαι· 2: από την ελνστ. ή μσν. φρ. στρατευόμενοι εἰς Χριστόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες