Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρατήγημα
1 εγγραφή
στρατήγημα το [stratíjima] Ο49 : πολεμικό τέχνασμα. || (επέκτ.) μέσο ή τρόπος για εξαπάτηση.

[λόγ. < αρχ. στρατήγημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες