Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρας
1 εγγραφή
στρας το [strás] Ο (άκλ.) : α. πολύ γυαλιστερό γυαλί που απομιμείται πολύτιμους λίθους: Tα σκουλαρίκια της ήταν (από) ~. β. κόσμημα ή άλλο διακοσμητικό στοιχείο από το παραπάνω υλικό: Ήταν στολισμένη με ~. Tο φόρεμα είναι γαρνιρισμένο με ~. || (επέκτ.) για κάθε ευτελές και φανταχτερό κόσμημα.

[λόγ. < γαλλ. stras < ανθρωπων. Strass (όν. κοσμηματοποιού από το Στρασβούργο που το έκανε της μόδας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες