Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στραγγαλιστήρας ο [straŋgalistíras] Ο2 : (ναυτ.) μηχανισμός που ακινητοποιεί την αλυσίδα της άγκυρας.
[λόγ. στραγγαλισ- (στραγγαλίζω) -τήρ > -τήρας μτφρδ. γαλλ. étrangloir]