Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στραβωμάρα η [stravomára] Ο25α : (οικ.) 1. (χλευ.) α. η ιδιότητα του στραβού, αυτού που είναι τυφλός ή που έχει πολύ αδύνατη όραση: Mε τη ~ που έχω, δε σε είδα. β. απροσεξία εξαιτίας της οποίας δε βλέπουμε, δεν παρατηρούμε κτ.: ~ έχεις, δε βλέπεις πως περνάει αυτοκίνητο; Tι ~, μπροστά στα μάτια μου είναι τα κλειδιά! 2. (μτφ.) α. απερισκεψία: Έκανα μεγάλη / τη ~ να πουλήσω τότε το οικόπεδο. β. κακοτυχία: Όλο στραβωμάρες μου τυχαίνουν αυτό τον καιρό.
[στράβωμ(α) 2 -άρα]