Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στραβομύτης
1 εγγραφή
στραβομύτης -α -ικο [stravomítis] Ε9 : (οικ.) για κπ. που έχει στραβή μύτη.

[μσν. στραβομύτης < στραβο- + μύτ(η) -ης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες