Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στραβολαιμιάζω [stravolemnázo] Ρ2.1α & στραβολαιμιάζομαι [stravo lemnázome] Ρ2.1β στη σημ. 1 : (οικ.) 1. στρέφω το λαιμό μου, δίνοντάς του μια αφύσικη στάση, με αποτέλεσμα να πάθω δυσκαμψία, να πιαστώ: Στραβολαίμιασα στον ύπνο, γιατί δεν ήταν καλό το μαξιλάρι. || κουράζω το λαιμό μου, τον αυχένα μου, κρατώντας τον πολλή ώρα γυρισμένο ή τεντωμένο: Kάθισα στα τελευταία καθίσματα και στραβολαιμιάστηκα για να δω το έργο. 2. γίνομαι αιτία να στραβώσει, να κουράσει κάποιος το λαι μό του.
[στραβο- + λαιμ(ός) -ιάζω· μέσο του στραβολαιμιάζω]