Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρίψιμο το [strípsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στρίβω, η αλλαγή κατεύθυνσης, η περιστροφική κίνηση: Tο ~ του τιμονιού / του κεφαλιού. Tο ~ της βίδας / του νομίσματος / του τσιγάρου. Στο ~ του δρόμου, στη στροφή.
[στριψ- (στρίβω) -ιμο]