Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρίγλος
1 εγγραφή
στρίγκλα η [stríŋgla] & στρίγλα η [stríγla] Ο25 αρσ. (στη σημ. 2) στρίγκλος [stríŋglos] & στρίγλος [stríγlos] Ο18 : 1.(λαογρ.) δαιμόνιο με τη μορ φή ισχνής και άσχημης γριάς που, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, προξενεί κακό κάνοντας μαγείες (ιδ. σε λεχώνες και σε βρέφη). 2. χαρακτηρισμός ιδιαίτερα δύστροπης, κακιάς, μοχθηρής γυναίκας: Παντρεύτηκε μια ~. H ~ που έγινε αρνάκι.

[μσν. στρίγκλα, στρίγλα αντδ. < λατ. *strigula υποκορ. του striga `κακό πνεύμα που ουρλιάζει τη νύχτα και βλάπτει τα παιδιά΄ < strix `είδος κακοσήμαδης κουκουβάγιας΄ < ελνστ. στριγγ- (στρίγξ) `κουκουβάγια΄· μσν. στρίγλος (μαρτυρείται στη σημ.: `νυχτοκόρακας΄), *στρίγκλος < στρίγκλ(α), στρίγλ(α) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες