Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρέψη
1 εγγραφή
στρέψη η [strépsi] Ο31 : στροφή, περιστροφή. || (φυσ.) μορφή καταπόνησης ενός στερεού σώματος, που οφείλεται στη δράση δύο αντίθετων ζευγών δυνάμεων, οι οποίες αναπτύσσονται σε παράλληλα επίπεδα: Ο μόλυβδος έχει μεγάλη αντοχή στρέψης. || ζυγός στρέψης, συσκευή για την εκτίμηση μαγνητικών και ηλεκτροστατικών δυνάμεων. || (μηχ.) ροπή στρέψης, η εφαρμογή μιας δύναμης επάνω σε ένα σώμα, του οποίου επιδιώκεται η περιστροφή.

[λόγ. < αρχ. στρέψις `στρίψιμο΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. torsion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες