Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρέξιμο
1 εγγραφή
στρέξιμο το [stréksimo] Ο50 : (λαϊκότρ., λογοτ.) το στέρξιμο.

[στρεξ- (στρέ γω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες