Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρέγω
1 εγγραφή
στρέγω [stréγo] & στρέχω [stréxo] Ρ3α : (λαϊκότρ., λογοτ.) στέργω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω σε κτ. || (στο γ' προσ.) ταιριάζει, αρμόζει.

[μσν. στρέγω < αρχ. στέργω με μετάθ. του [r] · μεταπλ. στρέ(γω) -χω με βάση το συνοπτ. θ. στρεξ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες