Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρέγω [stréγo] & στρέχω [stréxo] Ρ3α : (λαϊκότρ., λογοτ.) στέργω, συγκατατίθεμαι, συγκατανεύω σε κτ. || (στο γ' προσ.) ταιριάζει, αρμόζει.
[μσν. στρέγω < αρχ. στέργω με μετάθ. του [r] · μεταπλ. στρέ(γω) -χω με βάση το συνοπτ. θ. στρεξ-]