Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στούμπισμα το [stúmbizma] & στούμπημα το [stúmbima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στουμπίζω. 1. χτύπημα με κόπανο ή με το χέρι και κυρίως με τη γροθιά για να λιώσουμε ή για να σπάσουμε κτ. 2. μωλώπισμα. || μώλωπας: Tο χέρι του είναι γεμάτο στουμπίσματα.
[στουμπισ- (στουμπίζω), στουμπη- (στουμπάω) -μα]