Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στουρνάρι
1 εγγραφή
στουρνάρι το [sturnári] Ο44 : 1. (λαϊκότρ.) α. τσακμακόπετρα. β. κάθε πέτρα σκληρή και αιχμηρή. || (επέκτ.) τόπος όλο στουρνάρια και αγκάθια. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) για άνθρωπο αμόρφωτο, άξεστο ή κουτό: Είναι ~, ο τελευταίος μαθητής στην τάξη. Tέτοιο ~ που είναι, πώς περιμένεις να καταλάβει!

[ίσως < *στορυνάριον υποκορ. του ελνστ. στορύνη `νυστέρι΄, με επέκτ. της σημ. για κοφτερές πέτρες, συγκ. του άτ. [i] και τροπή [o > u] από επίδρ. του συμπλ. [rn] ;]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες