Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοργικός
1 εγγραφή
στοργικός -ή -ό [storjikós] Ε1 : 1. (για πρόσ.) που κατέχεται από συναισθήματα στοργής για κπ. ANT άστοργος: ~ πατέρας / γιος. 2. για κτ. που εκδηλώνει συναισθήματα στοργής: Tο παιδί χρειάζεται τις στοργικές φροντίδες της μητέρας. Tον κοίταξε με στοργικό βλέμμα. Tον πήρε στη στοργική της αγκαλιά. Στοργικά χάδια / φιλιά. στοργικά ΕΠIΡΡ με στοργή: Tον κοίταξε / τον αγκάλιασε / τον μεγάλωσε ~.

[λόγ. < ελνστ. στοργικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες