Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στομαχικός -ή -ό [stomaxikós] Ε1 : α. που ανήκει στο στομάχι: Στομαχική κοιλότητα. Στομαχικοί αδένες. || Στομαχικά υγρά, που εκκρίνονται από το στομάχι. β. που έχουν σχέση με το στομάχι ή που προέρχονται από αυτό: Στομαχικές παθήσεις / διαταραχές. ~ πόνος, στομαχόπονος. || (ως ουσ.) ο στομαχικός, θηλ. στομαχική, αυτός που πάσχει από κάποια στομαχική πάθηση.
[λόγ. < ελνστ. στομαχικός]