Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στολίζω
1 εγγραφή
στολίζω [stolízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. τοποθετώ ή προσθέτω σε ένα χώρο ή σε ένα αντικείμενο κτ. που, χωρίς να έχει συνήθ. πρακτική αξία, μπορεί να το ομορφύνει· διακοσμώ: ~ μια βιτρίνα με χριστουγεννιάτικες παραστάσεις. Οι δρόμοι είναι στολισμένοι με φωτεινές γιρλάντες. ~ το σπίτι με λουλούδια / με ζωγραφικούς πίνακες / με ακριβά χαλιά. H πόλη είναι στολισμένη με σημαίες, σημαιοστολισμένη. Ο Επιτάφιος είναι στολισμένος με άνθη, ανθοστολισμένος. || γαρνίρω: ~ το γιακά με δαντέλα / το τραπεζομάντιλο με κεντήματα. Tούρτα στολισμένη με σαντιγί. || για κτ. που συνδυάζει τη χρησιμότητα και την ομορφιά: Ο Περικλής στόλισε την Aθήνα με θαυμάσια οικοδομήματα. Ένας καταπράσινος κήπος στολίζει το σπίτι μας. β. φορώ σε κπ. ωραία ρούχα, κοσμήματα κτλ.: H μητέρα μάς στόλιζε τις Kυριακές. Στόλισαν τη νύφη, τη βοήθησαν να φορέσει τα νυφικά. || (παθ.) ντύνομαι με ωραία και επίσημα ρούχα, φορώ κοσμήματα ή ό,τι άλλο μπορεί να κάνει καλύτερη την εμφάνισή μου, συνήθ. επικριτι κά και ειρωνικά, για φανταχτερή και όχι πολύ καλόγουστη εμφάνιση: Στολίζεται κάθε απόγευμα και βγαίνει έξω. Γιατί στολίστηκες έτσι; Στολίστηκε σαν νύφη / σαν γαμπρός, πολύ επίσημα. Είναι στολισμένη σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο, φανταχτερά. ΦΡ ~ κπ. (με βρισιές), τον βρί ζω. 2. (μτφ.) α1. για κτ. που ομορφαίνει κπ. ψυχικά: Tον στολίζουν πολλές αρετές. α2. για κπ. που με τα πνευματικά του χαρίσματα δίνει χαρά και υπερηφάνεια στο περιβάλλον του, που είναι στολίδι2· κοσμώ2. β. διανθίζω: Συνήθιζε να στολίζει το λόγο του με αρχαία ρητά.

[ελνστ. στολίζω, αρχ. σημ.: `εξοπλίζω, ντύνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες