Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοκάρω
1 εγγραφή
στοκάρω [stokáro] -ομαι Ρ6 : βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες: Tα κουφώματα / τα πατώματα πρέπει να στοκαριστούν. ~ τα τζάμια, για να τα στερεώσω στο ξύλινο πλαίσιο.

[βεν. stocar ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες