Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοιχηδόν
1 εγγραφή
στοιχηδόν [stixiδón] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) κατά στοίχους, σε σειρές: Παρατάχτηκαν ~. ~!, ως γυμναστικό παράγγελμα.

[λόγ. < αρχ. στοιχηδόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες