Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοιχειώδης
1 εγγραφή
στοιχειώδης -ης -ες [stixióδis] Ε11 : 1. που αποτελεί το πρωταρχικό και απόλυτα αναγκαίο στοιχείο. α. που αποτελεί τη θεωρητική ή τη λογική βάση επάνω στην οποία στηρίζεται κτ.: Οι στοιχειώδεις γνώσεις μιας επιστήμης / μιας τέχνης. Tο δημοτικό σχολείο παρέχει τις στοιχειώδεις γνώσεις στα παιδιά. || ~ εκπαίδευση, η δημοτική, η πρωτοβάθμια. β. για κτ. που εμφανίζεται στον ελάχιστο αλλά απόλυτα αναγκαίο βαθμό: Πρέπει να εξασφαλίζονται οι στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης / τα στοιχειώδη δικαιώματα του πολίτη. Δεν είχε τη στοιχειώδη ευγένεια να μου πει ένα «ευχαριστώ». Είναι στοιχειώδες να σέβεσαι τους συνανθρώπους σου. || ελάχιστος και ανεπαρκέστατος: Ξέρει στοιχειώδη Aγγλικά. || (ως ουσ.) τα στοιχειώδη, τα απολύτως απαραίτητα: Δεν έχει ούτε τα στοιχειώδη για να ζήσει. Δεν ξέρει τα στοιχειώδη. 2. (φυσ.) στοιχειώδη σωματίδια, το ηλεκτρόνιο, το πρωτόνιο και το φωτόνιο. στοιχειωδώς ΕΠIΡΡ στον ελάχιστο, αναγκαίο βαθμό: Δεν καλύπτονται ~ οι ανάγκες μου. Πήγε στις εξετάσεις ~ προετοιμασμένος. Φέρθηκε όπως ~ επιβάλλει η ευγένεια.

[λόγ. < αρχ. στοιχειώδης `της φύσης του στοιχείου΄ & σημδ. γαλλ. élémentaire· λόγ. < ελνστ. στοιχειωδῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες