Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στοιχειακός
1 εγγραφή
στοιχειακός -ή -ό [stixiakós] Ε1 : (επιστ.) που αναφέρεται στα στοιχεία από τα οποία αποτελείται κτ. || (χημ.) στοιχειακή ανάλυση, ανάλυση για την ποιοτική ανίχνευση ή τον ποσοτικό προσδιορισμό των στοιχείων που αποτελούν μια ένωση.

[λόγ. < μσν. στοιχειακός `που σχετίζεται με τα στοιχεία΄ < στοιχεί(ον) -ακός & σημδ. γαλλ. élémentaire]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες