Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιχηρό
1 εγγραφή
στιχηρό το [stixiró] Ο38 : (εκκλ.) τροπάριο πριν από το οποίο ψάλλονται στίχοι από τους ψαλμούς του Δαβίδ.

[λόγ. < μσν. στιχηρόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. στιχηρός `σε στίχους΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες