Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιλό
3 εγγραφές [1 - 3]
στιλό το [stiló] Ο (άκλ.) προφ. πληθ. και στιλά : α. όργανο γραφής, είδος κονδυλοφόρου εφοδιασμένου στο εσωτερικό του με ένα σωλήνα όπου μπαίνει το μελάνι που τροφοδοτεί την πένα. β. ~ διαρκείας, με συμπυκνωμένο μελάνι και με ακίδα αντί για πένα, που έχει μεγάλη διάρκεια χρήσης· (πρβ. μπικ).

[λόγ. < γαλλ. stylo σύντμ. του stylographe = στιλογράφος]

στιλογράφος ο [stiloγráfos] Ο18 : στιλό.

[λόγ. < γαλλ. stylographe < αγγλ. stylograph < λατ. stilus `μακρόστενο μυτερό αντικείμενο΄ (η γραφή με -y- από επίδρ. του αρχ. στῦλος) (-graph = -γράφος)]

στιλός ο [stilós] Ο17 : (προφ.) στιλό.

[< στιλό μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες