Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στιλπνότητα η [stilpnótita] Ο28 : η ιδιότητα του στιλπνού, το να είναι κτ. γυαλιστερό, λαμπερό: Ο χρυσός δε χάνει τη στιλπνότητά του.
[λόγ. < ελνστ. στιλπνότης, αιτ. -ητα]