Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιλογράφος
1 εγγραφή
στιλογράφος ο [stiloγráfos] Ο18 : στιλό.

[λόγ. < γαλλ. stylographe < αγγλ. stylograph < λατ. stilus `μακρόστενο μυτερό αντικείμενο΄ (η γραφή με -y- από επίδρ. του αρχ. στῦλος) (-graph = -γράφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες