Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιγμιότυπο
1 εγγραφή
στιγμιότυπο το [stiγmiótipo] Ο42 : α. φωτογραφική απεικόνιση μιας χαρακτηριστικής σκηνής, αποτύπωση μιας συγκεκριμένης στιγμής από κάποιο γεγονός. β. σύντομη περιγραφή, με λόγια ή με εικόνες, σκηνών ενός γεγονότος, παρουσίαση κάποιων χαρακτηριστικών φάσεων: Οι εφημερίδες δημοσίευσαν στιγμιότυπα από την παρέλαση / από τη συνεδρίαση της βουλής. Kινηματογραφημένα στιγμιότυπα από τα γεγονότα του μεσοπολέμου. H τηλεόραση θα μεταδώσει στιγμιότυπα των ποδοσφαιρικών αγώνων. Mου διηγήθηκε ένα χαριτωμένο ~ από τη γιορτή.

[λόγ. στιγμι(αίος) -ο- + -τυπ(ος) -ον μτφρδ. γαλλ. instantané]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες