Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στιγματισμός ο [stiγmatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στιγματίζω. α. οξύτατη κριτική, δημόσια καταγγελία μιας ενέργειας, ενός φαινομένου ή ενός προσώπου· στηλίτευση: Kαθήκον του δημοσιογράφου είναι ο ~ της κρατικής αυθαιρεσίας και της κοινωνικής διαφθοράς. β. η κακή φήμη και η ηθική απαξία που συνοδεύει και βαρύνει οριστικά κπ.: Mια νεανική επιπολαιότητα είχε ως αποτέλεσμα τον κοινωνικό στιγματισμό του.
[λόγ. στιγματισ- (στιγματίζω) -μός]