Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στιγματίζω
1 εγγραφή
στιγματίζω [stiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : α. κατηγορώ, επικρίνω κτ. ή κπ. με οξύτητα, επισημαίνοντας τον ιδιαίτερα αρνητικό χαρακτήρα των ενεργειών του, τον στηλιτεύω: Φαινόμενα ηθικής παρακμής πρέπει να στιγματίζονται. Στιγματίστηκε δημόσια για την ανέντιμη διαγωγή του. β. αποδίδω σε κπ. ένα βαρύ χαρακτηρισμό, που έχει ως αποτέλεσμα την οριστι κή ηθική του μείωση ή εξόντωση: H κοινωνία τον στιγμάτισε ως ψεύτη. Οι ανήλικοι παραβάτες του νόμου δεν πρέπει να στιγματίζονται με τη δημοσίευση των ονομάτων τους. Ένας άνθρωπος στιγματισμένος ως κλέφτης δεν μπορεί να βρει εύκολα δουλειά.

[λόγ. < ελνστ. στιγματίζω `σημα δεύω΄ σημδ. γαλλ. stigmatiser & αγγλ. stigmatize < ελνστ. στιγματίζω (δες στο στίγμα 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες