Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στηθόδεσμος
1 εγγραφή
στηθόδεσμος ο [stiθóδezmos] Ο20 : (λόγ.) γυναικείο εσώρουχο που συγκρατεί το στήθος (τους μαστούς)· σουτιέν.

[λόγ. < ελνστ. στηθόδεσμος `επίδεσμος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες