Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στηθοκόπημα
1 εγγραφή
στηθοκόπημα το [stiθokópima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) το χτύπημα του στήθους με τα χέρια, ως έκφραση βαθύτατης λύπης και απόγνωσης.

[στηθοκοπη- (στηθοκοπιέμαι) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες