Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στηθοκοπιέμαι
1 εγγραφή
στηθοκοπιέμαι [stiθokopxéme] Ρ10.1β : (οικ.) εκφράζω ένα βαθύτατο συναίσθημα θλίψης και απόγνωσης, χτυπώντας το στήθος με τα χέρια μου.

[στήθ(ος) -ο- + -κοπιέμαι (δες -κοπώ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες