Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στηθοδέρνομαι
1 εγγραφή
στηθοδέρνομαι [stiθoδérnome] Ρ αόρ. στηθοδάρθηκα, απαρέμφ. στηθοδαρθεί, μππ. στηθοδαρμένος : (λαϊκότρ.) στηθοκοπιέμαι.

[στήθ(ος) -ο- + δέρνομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες