Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεφανώνω
1 εγγραφή
στεφανώνω [stefanóno] -ομαι Ρ1 : 1α. βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου: Στεφάνωσαν τα αγάλματα των ηρώων του έθνους με την ευκαιρία της εθνικής γιορτής. Στεφάνωσαν το νικητή με χρυσό / με δάφνινο στεφάνι. β. (μτφ.) βρίσκομαι επάνω σε κτ. όπως το στεφάνι επάνω στο κεφάλι: Tην εξωτερική πύλη του ανακτόρου στεφάνωνε ο θυρεός της βασιλικής οικογένειας. 2. παντρεύω κπ. κάνοντας την τελετή του θρησκευτικού γάμου: Tην Kυριακή ~ το γιο / την κόρη μου. || (για κληρικό) τελώ το μυστή ριο του γάμου: Θα μας στεφανώσει ο δεσπότης. || (για κουμπάρο) παρευ ρίσκομαι και αλλάζω τα στέφανα: Δεν έχουμε κουμπάρο να μας στεφανώσει. || (παθ.) παντρεύομαι: Θα στεφανωθούμε σύντομα. Στεφανώνομαι κπ. / κάποια, τον / την παντρεύομαι: Tην άφησε έγκυο και υποχρεώθηκε να τη στεφανωθεί.

[2: ελνστ. στεφαν(ῶ) -ώνω· 1: λόγ. < αρχ. στεφαν(ῶ) -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες