Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεριανός -ή -ό [sterjanós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στεριά: ~ άνεμος, που φυσάει από τη στεριά προς τη θάλασσα. Στεριανή ζωή, που έχει σχέση με τη στεριά από άποψη κατοικίας και ιδίως ασχολιών. || (ως ουσ.) ο στεριανός, θηλ. στεριανή, αυτός που ζει ή που κατάγεται από περιοχή, η οποία βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα. ANT θαλασσινός: Πώς να γίνει ναύτης ένας ~!
[στερι(ά) -ανός]