Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
στερεύω 1 [sterévo] Ρ5.2α μππ. στερεμένος : 1α. (για πηγή κτλ.) παύω να βγάζω ή να έχω νερό: Στέρεψε η βρύση / το ποτάμι / το πηγάδι. Στερεμένη λίμνη / κοίτη. Στέρεψαν οι πηγές. || (επέκτ.): Στέρεψε η κάνουλα του βαρελιού. Στέρεψαν τα μάτια / τα δάκρυα, όταν κάποιος έχει κλάψει πο λύ. || (για γυναίκα ή για θηλυκό θηλαστικό) δεν έχω πια γάλα. β. κάνω κτ. να στερέψει, να πάψει να βγάζει ή να έχει νερό: H ξηρασία στέρεψε τις πηγές. 2. (μτφ.) παύω να υπάρχω και ιδίως να χαρακτηρίζομαι από έντα ση ή δημιουργικότητα: Στέρεψε η φαντασία / η αγάπη / το θάρρος / η ζωτικότητα / ο νους / η ψυχή κάποιου. Nιώθει να έχει στερέψει ως ποιητής.

[μσν. στερεύω < ελνστ. στειρεύω `είμαι στείρος΄ με τροπή του άτ. [ir > er] ]

στερεύω 2, -ομαι Ρ5.2 : (λαϊκότρ., λογοτ.) στερώ.

[στερ(ώ) μεταπλ. -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες