Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεός
7 εγγραφές [1 - 7]
στέρεος -η / -α -ο [stéreos] Ε5, Ε6 : που η σύσταση ή η κατασκευή του είναι τέτοια, ώστε να αντέχει σε εξωτερικές επιδράσεις (χρήση, καιρικές συνθήκες κτλ.) και γενικά να είναι σταθερός, ανθεκτικός κτλ.· στερεός2: H στέγη / η γέφυρα δεν είναι αρκετά στέρεη. Tο έδαφος δεν είναι αρκετά στέρεο. || (επέκτ., για αφηρ. έννοια) που είναι σταθερός, που δε μετακινείται από τις θέσεις του ή παραμένει πιστός και δεν αλλάζει εύκολα στάση απέναντι σε καταστάσεις, σε ανθρώπους κτλ.: Στέρεη γνώμη. || Στέρεη απόφαση / φιλία. Στέρεα επιχειρήματα. στέρεα ΕΠIΡΡ.

[< στερεός με μετακ. τόνου κατά το στέριος]

στερεός -ά / -ή -ό [stereós] Ε2, Ε1 : 1α. (για υλικό σώμα) που έχει πυκνή σύσταση, έτσι ώστε να διατηρεί σχετικά σταθερή μορφή, όταν ασκείται επάνω του μία δύναμη: Mία στερεά ουσία. Έδαφος πετρώδες και συνεπώς στερεό. Στερεά τροφή, που δεν είναι σε υγρή ή σε πολτώδη κατάστα ση και επομένως χρειάζεται μάσημα. Στερεά καύσιμα, κυρίως ο άνθρακας. || Στερεά Ελλάδα, ονομασία του γεωγραφικού διαμερίσματος της χώρας που βρίσκεται νότια από τη Θεσσαλία και την Ήπειρο και πάνω από την Πελοπόννησο. β. (φυσ.) που τα μόριά του έχουν μεγάλη συνοχή μεταξύ τους και μικρό πλάτος παλμικής κίνησης· (πρβ. υγρός, αέριος): Στερεά σώματα. Ο πάγος είναι νερό σε στερεά κατάσταση. || (ως ουσ.) το στερεό, για στερεό σώμα: Mορφές / μηχανική των στερεών. Tα στερεά υπό κανονικές συνθήκες πιέσεως και θερμοκρασίας έχουν σταθερό σχήμα και όγκο. γ. (γεωμ.) που έχει τρεις διαστάσεις στο χώρο και περικλείεται από σαφώς καθορισμένες επιφάνειες: Ο κύβος / η σφαίρα είναι στερεά σχήματα / σώματα. Στερεά γωνία. || (ως ουσ.) το στερεό. 2. που η σύσταση ή η κατασκευή του είναι τέτοια, ώστε να αντέχει σε εξωτερικές επιδράσεις (χρήση, καιρικές συνθήκες κτλ.) και γενικά να είναι σταθερός, ανθεκτικός κτλ.· στέρεος: H στέγη / η γέφυρα δεν είναι αρκετά στερεή. || (σπάν., επέκτ. για αφηρ. έννοια): Στερεή απόφαση. στερεά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. στερεός (1β: σημδ. γαλλ. solide)]

στερεοσκοπία η [stereoskopía] Ο25 : τεχνική με την οποία, ενώ παρατηρούμε ένα επίπεδο αντικείμενο (δύο διαστάσεις), δημιουργείται το αίσθημα του βάθους (τρεις διαστάσεις).

[λόγ. < γαλλ. stéréoscopie < stéréo scop(e) = στερεοσκόπ(ιο) -ie = -ία]

στερεοσκοπικός -ή -ό [stereoskopikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στερεοσκοπία: Στερεοσκοπική προβολή / παρατήρηση / φωτογράφιση. στερεοσκοπικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. stéréoscopique < stéréoscop(e) = στερεοσκόπ(ιο) -ique = -ικός]

στερεοσκόπιο το [stereoskópio] Ο40 : όργανο με το οποίο γίνεται η στερεοσκοπική παρατήρηση ενός επίπεδου αντικειμένου.

[λόγ. < γαλλ. stéréoscope < stéréo- = στερεο- + -scope = -σκόπιον]

στερεοστατική η [stereostatikí] Ο29 : κλάδος της μηχανικής που έχει ως αντικείμενο την έρευνα της στατικής ισορροπίας των στερεών σωμάτων.

[λόγ. < γαλλ. stéréostatique < stéréo- = στερεο- + statique = στατική]

στερεοστατικός -ή -ό [stereostatikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στερεοστατική.

[λόγ. στερεοστατ(ική) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες