Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεο-
1 εγγραφή
στερεο- [stereo] & στερεό- [stereó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: I1. με αναφορά στη στερεά κατάσταση σε αντίθεση με την υγρή ή την αέρια: ~ποιώ· ~ποίηση. 2. για να προσδώσει σ΄ αυτό που εκφράζει ή συνεπάγε ται το β' συνθετικό το χαρακτηρισμό: α. στερεός, ανθεκτικός, στέρεος: στερεόδετος. β. στερεός, σταθερός: στερεόμορφος, στερεότυπος. II. (επιστ.) 1. για να δηλώσει ότι η μέθοδος, το όργανο, η επιστήμη κτλ. που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό αναφέρεται στα στερεά σώματα: ~γραφία, ~γραφόμετρο, ~μετρία, ~μηχανική, ~στατική. 2. (χημ.) για χημικές ενώσεις που έχουν ίδια χημική σύσταση αλλά διαφορετικές φυσικές και χημικές ιδιότητες: ~ϊσομέρεια, ~χημεία. 3. με αναφορά στα τρισδιάστατα σχέδια, στο προοπτικό βάθος: ~σκοπία· ~σκοπικός. || για τον ήχο: ~φωνία· ~φωνικός.

[λόγ. < αρχ. στερεο- θ. του επιθ. στερεό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. στερεο-μετρία, ελνστ. στερεο-ποιῶ & διεθ. stereo- < αρχ. στερεο-: στερεο-ισομέρεια < αγγλ. stereoisomere, στερεο-γραφία, στερεο-φωνία < γαλλ. stéréo graphie, stéréophonie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες