Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεοτυπία
2 εγγραφές [1 - 2]
στερεοτυπία 1 η [stereotipía] Ο25 : τυπογραφική μέθοδος κατά την οποία από στοιχειοθετημένη τυπογραφική πλάκα παράγεται μήτρα, μέσα στην οποία χύνεται μέταλλο, και έτσι δημιουργείται έκτυπη τυπογραφική πλά κα.

[λόγ. < γαλλ. stéréotypie < stéréo- = στερεο- + -typ(e) < αρχ. τύ π(ος) `αποτύπωμα΄ -ie = -ία]

στερεοτυπία 2 η : το να είναι κτ. στερεότυπο, να εμφανίζεται ή να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο τρόπο.

[λόγ. < στερεοτυπία 1 κατά τη σημ. του στερεότυπος 2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες