Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεοελλαδίτικος
1 εγγραφή
στερεοελλαδίτικος -η -ο [stereoelaδítikos] Ε5 : που έχει σχέση με τη Στερεά Ελλάδα ή με τους κατοίκους της, τους Στερεοελλαδίτες.

[Στερεοελλαδίτ(ης) -ικος < τοπων. Στερε(ά) -ο- Ελλάδ(α) -ίτης σε αντιδιαστολή προς την Πελοπόννησο και τις Kυκλάδες, επειδή στο πρώτο νεοελληνικό κράτος αποτελούσε το μόνο ηπειρωτικό τμήμα της χώρας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες