Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στερεογραφικός
1 εγγραφή
στερεογραφικός -ή -ό [stereoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη στερεογραφία.

[λόγ. < γαλλ. stéréographique < stéréograph(ie) = στερεογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες