Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στενόχωρος -η -ο [stenóxoros] Ε5 : 1. (για χώρο) που έχει μικρές διαστάσεις, έτσι ώστε να μην ικανοποιεί τις ανάγκες για τις οποίες προορίζε ται. ANT ευρύχωρος: Στενόχωρο δωμάτιο / διαμέρισμα / σπίτι. Aίθου σα διδασκαλίας αρκετά στενόχωρη. 2. που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήμα τα ή γενικά που δεν είναι ευχάριστος: Στενόχωρο περιβάλλον. Στενόχωρη εργασία / σιωπή / ατμόσφαιρα. 3. (για πρόσ.) που εύκολα στενοχωριέται: ~ άνθρωπος. Mην του πει τίποτα, γιατί είναι πολύ ~.
στενόχωρα ΕΠIΡΡ: Είμαι κάπου / νιώθω ~. [ελνστ. στενόχωρος, αρχ. σημ.: `στενός΄]