Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενότητα
1 εγγραφή
στενότητα η [stenótita] Ο28 : η ιδιότητα του στενού. 1. μικρό πλάτος και ιδίως μικρές διαστάσεις: H ~ ενός τόπου. H πληθώρα επίπλων δημιουργεί ~ χώρου. 2. (μτφ.) α. (για νοητική λειτουργία) περιορισμός λόγω προκαταλήψεων κτλ.: ~ αντιλήψεων. β. έλλειψη, ανεπάρκεια: ~ χρόνου / χρήματος. Οικονομική ~. γ. ύπαρξη δεσμού, οικειότητας κτλ.: H ~ μιας σχέσης / μιας φιλίας.

[λόγ.: 1: αρχ. στενότης, αιτ. -ητα· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες