Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενό
26 εγγραφές [1 - 10]
στενό το [stenó] Ο38 : 1. στενός και μικρός δρόμος σε πόλη ή σε χωριό: Tο σπίτι που ζητάς βρίσκεται στο πρώτο ~ δεξιά. 2. (συνήθ. πληθ.) στενή διάβαση, στενό πέρασμα: α. ιδίως ανάμεσα σε βουνά: Tα στενά της Kρέσνας / των Θερμοπυλών. Οχύρωση / φρούρηση / κατάληψη ενός στενού. β. ανάμεσα σε δύο στεριές που τις χωρίζει θάλασσα· θαλάσσιο στενό· (πρβ. πορθμός): Tο ~ της Mάγχης / του Οτράντο / του Γιβραλτάρ. Tο ~ / τα στενά του Ελλησπόντου και του Bοσπόρου. (νομ.) Διεθνή στενά. στενάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[1: ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. στενός· 2α: ελνστ. σημ.· 2β: μσν. σημ.]

στενο- [steno] & στενό- [stenó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· I. δηλώνει: 1. ότι είναι στενό αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: στενόμακρος, στενόφυλλος. || υποδηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό δεν είναι τόσο πλατύ όσο θα θέλαμε ή όσο θα έπρεπε να είναι: ~σόκακο· στενόχωρος. 2. (μτφ.) ότι υπάρχουν σε πολύ περιορισμένο βαθμό τα χαρακτηριστικά στοιχεία ή η ιδιότητα που συνεπάγεται το β' συνθετικό: στενόκαρδος, ~κέφαλος, στενόμυαλος· ~κεφαλιά, ~μυαλιά. 3. (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία συναντάται σε μικρότερες διαστάσεις από το κανονικό ή το συνηθισμένο το μέρος του σώματος που εκφράζει το β' συνθετικό. ANT ευρυ-, πλατυ-: ~κεφαλία, ~μετωπία· ~μέτωπος, στενόρρινος. II. με αναφορά σε συγκεκριμένο κωδικοποιημένο σύστημα γραφής: ~γράφος· ~γραφία· ~γραφώ.

[I1, 2: αρχ. στενο- θ. του επιθ. στε νό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. στενο-πορία, ελνστ. στενό-μακρος· Ι3, ΙΙ: λόγ. < γαλλ. sténo- < αρχ. στενο-: στενο-καρδία, στενο-γραφία < sténocardie, sténographie]

στενογράφηση η [stenoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στενογραφώ.

[λόγ. στενογραφη- (στενογραφώ) -σις > -ση]

στενογραφία η [stenoγrafía] Ο25 : γραφή, η οποία με τη χρήση ειδικών συμβόλων για συλλαβές, λέξεις ή φράσεις δίνει τη δυνατότητα καταγραφής του προφορικού λόγου κατά τη στιγμή που εκφωνείται: Συστήματα στενογραφίας. Mαθήματα στενογραφίας και γραφομηχανής.

[λόγ. < γαλλ. sténographie < sténo- = στενο- + -graphie = -γραφία]

στενογραφικός -ή -ό [stenoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στενογραφία: Στενογραφικά σύμβολα. Στενογραφική καταγραφή, που γίνεται με στενογραφία. στενογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. sténogra phique < sténograph(ie) = στενογραφ(ία) -ique = -ικός]

στενογράφος ο [stenoγráfos] Ο18 θηλ. στενογράφος [stenoγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη στενογράφηση.

[λόγ. < γαλλ. sténographe < sténograph(ie) = στενογραφ(ία) -ος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

στενογραφώ [stenoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (για λόγο, ιδ. προφορικό) καταγράφω στενογραφικά: Στενογραφημένη ομιλία. ~ τα πρακτικά μιας συνεδρίασης της βουλής / ενός δικαστηρίου.

[λόγ. στενογραφ(ία) -ώ μτφρδ. γαλλ. sténographier]

στενοδακτυλογράφος ο [stenoδaktiloγráfos] Ο18 θηλ. στενοδακτυλογράφος [stenoδaktiloγráfos] Ο35 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με τη στενογράφηση και τη δακτυλογράφηση: Zητείται ~ για να εργαστεί ως υπάλληλος σε γραφείο.

[λόγ. < γαλλ. sténodactylo σύντμ. του sténo(graphe) = στενο(γράφος) + dactylographe = δακτυλογράφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

στενοκαρδία η [stenokarδía] Ο25 : η στηθάγχη.

[λόγ. < γαλλ. sténocardie < sténo- = στενο- + -cardie < αρχ. καρδ(ία) -ία]

στενόκαρδος -η -ο [stenókarδos] Ε5 : (για πρόσ.) μικρόψυχος. ANT μεγαλόκαρδος: ~ άνθρωπος. || (επέκτ.): Στενόκαρδη συμπεριφορά. στενόκαρδα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. στενο- + καρδ(ία) -ος μτφρδ. γερμ. engherzig]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες