Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεντόρειος
1 εγγραφή
στεντόρειος -α -ο [stendórios] Ε6 : (λόγ.) για φωνή δυνατή και σταθερή: Aκούστηκε η στεντόρεια φωνή του. στεντορείως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. Στεντόρειος από το όν. του Στέντορα στην Ιλιάδα που είχε πολύ δυνατή φωνή· λόγ. στεντόρει(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες