Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στεντόρειος -α -ο [stendórios] Ε6 : (λόγ.) για φωνή δυνατή και σταθερή: Aκούστηκε η στεντόρεια φωνή του.
στεντορείως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. Στεντόρειος από το όν. του Στέντορα στην Ιλιάδα που είχε πολύ δυνατή φωνή· λόγ. στεντόρει(ος) -ως]