Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενοκεφαλιά
1 εγγραφή
στενοκεφαλιά η [stenokefaá] Ο24 : η ιδιότητα του στενοκέφαλου ανθρώπου καθώς και η σχετική συμπεριφορά.

[στενοκέφαλ(ος) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες