Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενάχωρος
1 εγγραφή
στενάχωρος -η -ο [stenáxoros] Ε5 : 1. που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα ή γενικά που δεν είναι ευχάριστος· στενόχωρος2: Στενάχωρο περιβάλλον. Στενάχωρη εργασία / σιωπή / ατμόσφαιρα. 2. (για πρόσ.) που εύκολα στενοχωριέται· στενόχωρος3: ~ άνθρωπος. Mην του πείς τίποτα, γιατί είναι πολύ ~. στενάχωρα ΕΠIΡΡ: Είμαι κάπου / νιώθω ~.

[< στενόχωρος κατά το επίρρ. στενά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες