Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στειροβότανο
1 εγγραφή
στειροβότανο το [stirovótano] Ο41 : ονομασία ποωδών φυτών που θεωρείται ότι προκαλούν στείρωση.

[στείρ(ος) -ο- + βοτάν(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες