Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεγνός
1 εγγραφή
στεγνός -ή -ό [steγnós] Ε1 : 1α. που δεν είναι βρεγμένος, διαποτισμένος από κάποιο υγρό, ιδίως από νερό: ~ δρόμος / τοίχος. Στεγνό καθάρισμα*. Στεγνό έδαφος. Στεγνά ρούχα / μαλλιά / πόδια. Πώς γίνεται να είσαι ~, ενώ βρέχει; || (για πρόσ.) που, λόγω κάποιας προφύλαξης, δεν έχει υγρανθεί από συγκεκριμένο υγρό (ούρα, αίμα κτλ.): Πάνες για να είναι τα μωρά σας στεγνά. H μόνη σερβιέτα που με κάνει να νιώθω πάντα στεγνή. ΦΡ (λαϊκ.) είναι κάποιος ~, δεν έχει καθόλου χρήματα. || (λαϊκότρ., ως ουσ.) τα στεγνά, το τμήμα καϊκιού, πλοίου κτλ. που βρίσκεται επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. ANT βρεχάμενα. β. που δεν έχει τα φυσιολογικά υγρά του οργανισμού: Στεγνό στόμα, χωρίς τη φυσιολογική ποσότητα σάλιου. Στεγνά μάτια, χωρίς δάκρυα. 2. (μτφ.) α. που είναι αφυδατωμένος, αδυνατισμένος: Στεγνό πρόσωπο / σώμα. Ένας γέρος ζαρωμένος κι αρκετά ~. β1. που δεν είναι εμπλουτισμένος με στοιχεία που θα του έδιναν γλαφυρότητα, λυρισμό: Στεγνό ύφος / κείμενο. β2. που δεν υπάρχει σ΄ αυτόν καθόλου συναίσθημα: Άνθρωπος με στεγνή ψυχή. H στεγνή γλώσσα της δημόσιας διοίκησης. στεγνά ΕΠIΡΡ: Kάτω από το υπόστεγο είναι ~. || (προφ.) χωρίς ποτό: Πάλι ~ θα τη βγάλουμε απόψε; Φέρε λίγο κρασί.

[1: αρχ. στεγνός `που δεν μπάζει νερά΄· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. sec]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες